- ἐκτελεῖν
- ἐκτελέωbring to an endpres inf act (attic epic doric)ἐκτελέωbring to an endfut inf act (attic epic doric)ἐκτελέωbring to an endpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъ˫атиѥ — ОТЪ˫АТИ|Ѥ (18), ˫А с. 1.Действие по гл. отъ˫ати в 1 знач.: прибывающеѥ же има приобрѣтениѥ. по ѿ˫атию ˫авѣ. ˫ако по ѹрѧду. по средѣ главъ тѣхъ раздѣлѧти. МПр XIV2, 185; по ѿ˫атьи бо стадъ и воловъ. и иного всего погибень˫а. ПНЧ к. XIV, 152б; ||… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
οικετικός — οἰκετικός, ή, όν (ΑΜ) [οικέτης] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον οικέτη ή στα μέλη τής οικογένειας («τὰς οἰκετικὰς χρείας ἐκτελεῑν», Ιώσ.) 2. αυτός που ανατράφηκε στο σπίτι, οικόσιτος, σπιτικός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκετικόν (με… … Dictionary of Greek